-
1 κατ-έδω
-
2 κατέδω
κατ-έδω, von Würmern; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren; übertr. von den Traurigen, ὃν ϑυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend
См. также в других словарях:
κατέδω — (Α) 1. κατατρώγω, καταβροχθίζω («μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας... κατέδουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. φθείρω, καταστρέφω (α. «κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος», Ομ. Οδ. β. «ὃν θυμὸν κατέδων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἔδω «τρώγω»] … Dictionary of Greek